«Η ισχύς εν τη ενώσει».ΑΙΣΩΠΟΣ
Η νέα σύμβαση κατά της κυβερνοεγκληματικότητας, η οποία περιλαμβάνει 12 Κεφάλαια και περίπου 80 άρθρα, δεν έρχεται για να καταργήσει την σύμβαση της Βουδαπέστης (2001), η οποία παραμένει τεχνικά πιο ακριβής και εναρμονισμένη με τα ευρωπαϊκά πρότυπα προστασίας των δικαιωμάτων, αλλά περισσότερο να την συμπληρώσει και να καλύψει τυχόν κενά, διότι επιδιώκει αφενός την παγκόσμια νομική ενοποίηση για την αντιμετώπιση του κυβερνοεγκλήματος, αφετέρου την παροχή τεχνικής βοήθειας σε χώρες χωρίς προηγούμενο πλαίσιο. Αφορά την πρώτη παγκόσμια νομικά δεσμευτική συνθήκη που στοχεύει ειδικά σε εγκλήματα που διαπράττονται μέσω πληροφοριακών και επικοινωνιακών τεχνολογιών (ICT). Η ύπαρξή της σηματοδοτεί σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στη δίωξη της κυβερνοεγκληματικότητας. Η διαπραγμάτευση κράτησε περίπου 5 χρόνια, το σχέδιο κειμένου εγκρίθηκε από την επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών (Ad Hoc Committee) στις 8 Αυγούστου 2024 και η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την υιοθέτησε στις 24 Δεκεμβρίου 2024. Η συνθήκη υπογράφτηκε, σε τελετή, η οποία έλαβε χώρα στο Ανόι του Βιετνάμ, στις 25 Οκτωβρίου 2025 και θα τεθεί σε ισχύ 90 ημέρες μετά την κύρωση (ratification) της σύμβασης, τουλάχιστον από 40 κράτη-μέλη του Οργανισμού. Στην τελετή υπογραφής στις 25 Οκτωβρίου 2025 υπέγραψαν 65 κράτη-μέλη.
Οι βασικές προβλέψεις και καλύψεις της νέας συνθήκης, είναι η παράνομη πρόσβαση σε συστήματα ICT, υποκλοπή δεδομένων, παρεμβολές συστημάτων, καθώς και εγκλήματα που σχετίζονται με την χρήση συστημάτων ICT, όπως παιδική σεξουαλική κακοποίηση μέσω διαδικτύου, grooming, extortion, sextortion, οικονομικές και επενδυτικές απάτες, χρήση κακόβουλου λογισμικού τύπου ransomware, διακίνηση παράνομου υλικού μέσω διαδικτύου κ.α. Η διεθνείς συνεργασία την οποία προωθεί αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών και ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων (όπως τα ηλεκτρονικά ίχνη), τον ευρύτερο συντονισμό της έρευνας, ανάκρισης και δίωξης των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν μέσω ή με χρήση συστημάτων ICT, την παροχή τεχνικής βοήθειας αλλά και την ενίσχυση των δυνατοτήτων ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η σύμβαση προβλέπει ότι η εφαρμογή της πρέπει να συμμορφώνεται με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς υπάρχει ρητή διάταξη ότι «τίποτα στην σύμβαση δεν θα ερμηνευθεί ως έγκριση για καταστολή των δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης, συνείδησης και συμμετοχής». Η σημασίας της, είναι πολύ μεγάλη δεδομένου του ότι ο ψηφιακός κόσμος επεκτείνεται ραγδαία, γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος, και οι εγκληματικές δραστηριότητες μέσω συστημάτων ICT έχουν παγκόσμια διάσταση, με τα εθνικά φορολογικά, νομικά και γεωγραφικά όρια να είναι συχνά ασαφή. Η σύμβαση δημιουργεί ένα κοινό διεθνές εργαλείο, ενώ παράλληλα, διευκολύνει χώρες που μέχρι τώρα δεν συμμετείχαν σε αντίστοιχες συμβάσεις/συμφωνίες (όπως η σύμβαση της Βουδαπέστης για τον κυβερνοέγκλημα) να ενταχθούν και αυτές σε ένα πλέον παγκόσμιο πλαίσιο. Ακόμη προωθεί την υποστήριξη προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες ώστε να ενισχύσουν τη νομοθεσία τους, την τεχνολογική τους ικανότητα και να συμμετάσχουν σε διεθνή δίκτυα συνεργασίας για την πάταξη του κυβερνοεγκλήματος.
Ορισμένες οργανώσεις αλλά και εταιρείες τεχνολογίας εκφράζουν τις ανησυχίες τους ότι η σύμβαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για υπερβολική επιτήρηση ή για καταστολή της ελευθερίας του λόγου, ενώ τα κράτη διαφοροποιούνται ως προς το πότε θα κυρώσουν τη σύμβαση και θα την ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες. Άλλωστε η εφαρμογή στην πράξη (παρακολούθηση, διαμοιρασμός στοιχείων, διασυνοριακή συνεργασία), σίγουρα θα απαιτήσει σημαντικούς πόρους, τεχνογνωσία και διεθνές συντονισμό, ειδικά για τις χώρες με λιγότερα οικονομικά μέσα και δύσκαμπτη νομοθεσία.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να υπογράψει και να κυρώσει τη σύμβαση, εναρμονίζοντας την κείμενη νομοθεσία περί κυβερνοεγκληματικότητας με τις διεθνείς απαιτήσεις. Σίγουρα θα αλλάξουν διαδικασίες διεθνούς συνεργασίας, όπως η πιο άμεση ανταλλαγή ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων ή στοιχείων ταυτοποίησης και η δυνατότητα συντονισμένων ερευνών με άλλες χώρες. Τέλος χρειάζεται σωστή προετοιμασία, όπως αναβάθμιση τεχνολογικής και επιχειρησιακής ικανότητας των διωκτικών και δικαστικών αρχών και εναρμόνιση της νομοθεσίας με την παρούσα σύμβαση. Στον αντίποδα, η συμμετοχή σε ένα παγκόσμιο εργαλείο, όπως αυτό, μπορεί να ενισχύσει την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και να βελτιώσει την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει τις διάφορες διεθνείς απειλές μέσω συστημάτων ICT.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι Σύμβαση του ΟΗΕ (2025) κατά της κυβερνοεγκληματικότητας θα αποτελέσει ένα σημαντικό διεθνές βήμα προς έναν πιο συντονισμένο και αποτελεσματικό αγώνα ενάντια στα εγκλήματα στον ψηφιακό χώρο, καθώς επιδιώκει παγκόσμια νομική ενοποίηση αλλά και παροχή τεχνικής βοήθειας και τεχνογνωσίας, σε χώρες χωρίς προηγούμενο πλαίσιο. Ταυτόχρονα, η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα κύρωσης, τη δέσμευση εφαρμογής, και την εξασφάλιση ότι σε καμία περίπτωση δεν θα υπονομεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
